Mη γίνεστε όπως Εγώ
μην αφήνετε στον άνεμο τις λέξεις φύλλο και φτερό
Mη γίνεστε όπως Εγώ,
αν είστε κιοτήδες
δεν γεννάει ο νους πυγολαμπίδες
το βλέμμα φωτιάς φολίδες
αναποφάσιστοι σαν μεθυσμένες κατσαρίδες
Mη γίνεστε όπως Εγώ
αν είστε βλαβίδες
γυναικομούντζες ελπίδες
τζούφιες τροφίδες τορπίλες πιπίλες
ιερές αγελάδες και χάρτινες τίγρεις
Mη γίνεστε όπως Εγώ
αν κλωτσάτε ελέφαντες
δίδετε χαστούκια σε γορίλες
πουλάτε κλεμμένες κλαμένες κοιτίδες
σαχλίζετε ως Ντολόρες Σαχλαμάρες
με τόνο μπεμπέ Soprano σκιάζοντας
ενύπνιο νήπιο σε καρότσι στο δρόμο
αν χειροκροτείτε τον αξιότιμο βολευτή νομού Ημιμαθείας
κύριο Αναξίμανδρο Μπουρδοκαταλάθογλου
Μη γίνεστε όπως Εγώ
αν δεν είστε Βωμάρχης
πάρεξ μόνο Νομάρχης
Κι αν νομίζετε πως κρεμόμαστε
από τους Δία-Κοσμήτορες όρχεις σας
κόψτε τους να πέσουμε κάτω
Μη γίνεστε όπως Εγώ
τον έρωτα σας σε αυτοκράτειρα ομολογείστε
μην
ευθύς εξαρχής
μην ερωτευτείτε αυτοκράτειρα καλύτερα
πάρεξ – βρε κε κεξ τζιζ βαβά –
αν είστε καθαρόαιμο άλογο κι εκείνη
μακροπόδαρη εθελόντρια
στηθεί με leather παντελόνι
γερτή πρώτη φορά σαν σε ικρίωμα
γυμνή πίσω ως κάτω
πιξελιασμένο το πρόσωπο δεν αναγνωρίζεται
σίφουνας εσείς μαύρος
Μ’ ένα άλμπουρο σε κλίση τρία τέταρτα
– αριστερά στον αστερισμό του Ταύρου
πάντα σταθερή αξία η Πούλια –
ορμάει ο Βουκεφάλας ξάφνου κι αεροπροω[ρ]θούμενος
αγκάλη απλώνει με τα δυο του μπροστινά
εις πλάτη γενναία Ιφιγένειας
– το μετάξι αν ήταν κουλό θα ζήλευε –
πλατς γλιστρά
μέση κλεψύδρας γραπώνει
στην εκδοχή εν Ταύροις φυσικά δεν παίρνω κι όρκο
όπου κρυφά απολάμβανε εις πολλαπλούν
ότι από την ιστορία την επίσημη
– το αίμα της αν όχι τα πανιά
απόπλου νικηφόρου έβαψε χρησμό –
της είχε στερηθεί
Συμβάν φανταστικό ή μη πλέον ποσώς ενδιαφέρει
αφού ονειρικά ο μύθος το έχει επικαλύψει
μεταλαμβάνοντας μετά βδελυγμίας ο Χριστιανισμός αποκρύψει
την Ακαδημία Αθηνών σφραγίζοντας ο Ιουστινιανός (529 μ.X.),
ενώ ο Μέγας Θεοδόσιος ήδη είχε εκδώσει νόμο (435 μ.X.)
– παράβλεψή του επέφερε ποινή θανάτου δια αποκεφαλισμού –
Να αφανιστεί ότι κάλλος στητό ορθωνόταν των Ελλήνων
Tην αστοχία αμαρτία μόνη είχανε
Mόνο στον άνεμο ανθίζεις ανεμώνη
Aμαρτία την αστοχία είχαν μόνη
Εκείνη, πρόσωπο πλησμονής γερτό
παρότι αυτοκράτειρα βοηθείας χείρα δίδει
– γωνία οξεία στύλωναν οι γλουτοί –
Εκείνος, γλυκός αυθεντικά
– όχι στα αφεντικά –
τρυφερά άγριος εραστής
ωθεί με mustang νεύρο επτά φορές
και διαστήματα ανάμεσά τους ικανά
να λύσουν έναν γρίφο
– αν υφίσταται το σημείο G, θα πείτε εσείς
άνθρωποι ανθυποπροχωπονηροί
ή έμμεσο είναι κλειτορίδας υποδόριο χόρδισμα
ή τέλος πάντων μύθος –
προς ικανοποίηση όσων θηλυκών
που τι εστί Εγκέλαδος βερίκοκο
ακόμη δεν γνωρίζουν
να κρούει καμπάνες δέκα
σαλπίζει παιάνες στον Απόλλωνα
τοξεύει πίδακες αγιάσματος Shohei Imamura
ή
σκέτα νέτα ούρα
Weinstein διαστροφέα/προαγωγέ
πέρα από πιάνα
ντροπιάζεις και τα πάμπερς με άρωμα από μούρα
Πίδακες, ναι
Σβήνουν κυπαρισσιού φλεγόμενη κορφή
να το φιλήσει αστροπελέκι πρόκαμε
πλόκαμε λάγνου έρωτα
έγκατα του υψηλού
[δια χειρός Γατόπαρδου]
Shohei Imamura : The Ballad of Narayama (1983).
Comments